- ἐνδοιαστός
- ἐνδοι-αστός, ή, όν,A doubtful, Hp.Prorrh.2.15, J.AJ19.1.4. Adv. -τῶς doubtfully, προθύμως, οὐδ' ἔτι ἐ. Hdt.7.174, cf. Th.8.87;
ἐ. ἀκροᾶσθαι Id.6.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. ἀκροᾶσθαι Id.6.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδοιαστός — ἐνδοιαστός, ή, όν (Α) αμφίβολος, αβέβαιος … Dictionary of Greek
ἐνδοιαστόν — ἐνδοιαστός doubtful masc acc sg ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστοῖσιν — ἐνδοιαστός doubtful masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστοί — ἐνδοιαστός doubtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶς — ἐνδοιαστός doubtful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστά — ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc/acc dual ἐνδοιαστής doubter masc voc sg ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic) ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc pl ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc/acc dual ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶν — ἐνδοιαστής doubter masc gen pl ἐνδοιαστός doubtful fem gen pl ἐνδοιαστός doubtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασταί — ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc pl ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστάς — ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc acc pl ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic doric aeolic) ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστός doubtful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)